Ἀππιανοῦ

Ἀππιανοῦ
Ἀππιανός
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιλλυρικός — ή, ό (ΑΜ ἰλλυρικός, ή, όν) [ἱλλυριοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιλλυρία ή στους Ιλλυριούς αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. Ἰλλυρική (ενν. ἱστορία) τίτλος έργου τού Αππιανού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἰλλυρικόν η περιοχή ή η επαρχία τής Ιλλυρίας …   Dictionary of Greek

  • Ανάζαρβα — Αρχαιά πόλη της Κιλικίας στις όχθες του ποταμού Πυράμου. Είχε ακμαίο ελληνιστικό πολιτισμό και ήταν πατρίδα του γιατρού Διοσκουρίδη και του ποιητή Αππιανού. Καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς. Έπειτα από μια μεγάλη καταστροφή της, το 525 μ.Χ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”